- υπερηλιξ
- ὑπερῆλιξὑπερ-ῆλιξ-ικος adj. перешедший зрелый возраст, перезрелый, т.е. немощный
(γέρων ὑ. Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(γέρων ὑ. Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπερήλιξ — ήλικος, ο, η / ὑπερῆλιξ, ὁ, ἡ, ΝΑ (λόγιος τ.) βλ. υπερήλικος … Dictionary of Greek
υπερήλικος — η, ο / ὑπερῆλιξ, ήλικος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και λόγιος τ. υπερήλιξ, ο, η, και αρσ. υπερήλικας Ν ο περασμένης ηλικίας, πολύ ηλικιωμένος, γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ήλικος / ῆλιξ (< ἧλιξ, ικος «συνομήλικος»), πρβλ. αν ήλικος, μεσ ῆλιξ] … Dictionary of Greek
ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… … Dictionary of Greek